ΥΜΝΟΣ ΕΙΣ ΤΗΝ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑN - 2012
Αντρικό πουκάμισο, ραμμένα υφάσματα, χειροποίητη μεταξοτυπία, κέντημα, ελληνικά νομίσματα 1&2 δραχμών - Μεταβλητές διαστάσεις.
Δείγμα απο την τελευταία μου δουλειά σε εξέλιξη είναι το έργο-ρούχο που δημιούργησα με τίτλο “ΎΜΝΟΣ ΕΙΣ ΤΗΝ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΝ” και είναι εμπνευσμένο από το ομόνυμο ποίημα του Διονυσίου Σολωμού που αποτελεί και τον εθνικό μας ύμνο
Σε αυτό με ενδιαφέρει να σχολιάσω το θέμα της ελευθέριας και της αξιοπρέπειας της ανθρώπινης ύπαρξης που βάλλεται σκληρά στη σημερινή εποχή. Επίσης θέλω κάνω μια αναφορά στα ιδανικά που πηγάζουν από τον ελληνικό πολιτισμό και την ιστορία.
Είναι η στολή της ταλαιπωρημένη ύπαρξης από την καταστολή της ανάπτυξης υγιών συνθηκών ζωής και της φαινομενικά αποστερημένης ελπίδας και ονείρων για το μέλλον.
Πολύ αίμα έχει χυθεί για την ελευθερία για αυτό έχω κεντήσει τον τίτλο του έργου που είναι και ο τίτλος του εθνικού μας ύμνου (“ΎΜΝΟΣ ΕΙΣ ΤΗΝ ΕΛΕYΘΕΡΙΑΝ”) με κόκκινη κλώστη στο γιακά του ρούχου-έργου. Έχω επίσης τυπώσει με την τεχνική της χειροποίητης μεταξοτυπίας σε γάζες χέρια κοκάλα καθώς και ένα κορμό από ένα σπασμένο αρχαίο άγαλμα.
158 στροφὲς συνθέτουν τὸν Ὕμνο, ὅπου ἡ Ἐλευθερία ταυτίζεται μὲ τὴν Ὀρθόδοξη Ἑλλάδα. Οἱ θεματικὲς ἑνότητες ποὺ περιλαμβάνονται στὰ ἐπιλεγμένα ἀποσπάσματα εἶναι ἡ ἀρχαία λαμπρότητα, τὰ δεινοπαθήματα τῆς σκλαβιᾶς, ἡ ἀπήχηση τοῦ ἀγῶνα, οἱ κορυφαῖες στιγμὲς τῆς Τριπολιτσᾶς καὶ τοῦ Μεσολογγίου, οἱ νικηφόρες μάχες στὴ θάλασσα καὶ τέλος ἡ σπαρακτικὴ ἔκκληση τῆς Ἐλευθερίας πρὸς τοὺς Ἕλληνες γιὰ ὁμόνοια καὶ ἀδερφοσύνη. Ὁ μεγάλος μουσουργὸς Νικόλαος Μάντζαρος, προσωπικὸς φίλος τοῦ ποιητῆ Σολωμοῦ, συνέθεσε μουσικὴ γιὰ 24 στροφές. Οἱ δυὸ πρῶτες νομοθετήθηκαν τὸ 1856 ὡς ὁ Ἐθνικὸς Ὕμνος τῆς Ἑλλάδας.
ΔΙΟΡΘΩΣΗ-ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ ΚΕΙΜΕΝΟΥ ΕΘΝΙΚΟΥ ΥΜΝΟΥ:
Δημήτρης Ψάχος Σπρίνγκερ
Αρθρογράφος στην εταιρεία Ηλεκτρονικό Πολιτιστικό Περιοδικό: ALL4FUN
Αντρικό πουκάμισο, ραμμένα υφάσματα, χειροποίητη μεταξοτυπία, κέντημα, ελληνικά νομίσματα 1&2 δραχμών - Μεταβλητές διαστάσεις.
Δείγμα απο την τελευταία μου δουλειά σε εξέλιξη είναι το έργο-ρούχο που δημιούργησα με τίτλο “ΎΜΝΟΣ ΕΙΣ ΤΗΝ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΝ” και είναι εμπνευσμένο από το ομόνυμο ποίημα του Διονυσίου Σολωμού που αποτελεί και τον εθνικό μας ύμνο
Σε αυτό με ενδιαφέρει να σχολιάσω το θέμα της ελευθέριας και της αξιοπρέπειας της ανθρώπινης ύπαρξης που βάλλεται σκληρά στη σημερινή εποχή. Επίσης θέλω κάνω μια αναφορά στα ιδανικά που πηγάζουν από τον ελληνικό πολιτισμό και την ιστορία.
Είναι η στολή της ταλαιπωρημένη ύπαρξης από την καταστολή της ανάπτυξης υγιών συνθηκών ζωής και της φαινομενικά αποστερημένης ελπίδας και ονείρων για το μέλλον.
Πολύ αίμα έχει χυθεί για την ελευθερία για αυτό έχω κεντήσει τον τίτλο του έργου που είναι και ο τίτλος του εθνικού μας ύμνου (“ΎΜΝΟΣ ΕΙΣ ΤΗΝ ΕΛΕYΘΕΡΙΑΝ”) με κόκκινη κλώστη στο γιακά του ρούχου-έργου. Έχω επίσης τυπώσει με την τεχνική της χειροποίητης μεταξοτυπίας σε γάζες χέρια κοκάλα καθώς και ένα κορμό από ένα σπασμένο αρχαίο άγαλμα.
Διονύσιος Σολωμός - Ὁ
Ὕμνος εἰς τὴν Ἐλευθερίαν
158 στροφὲς συνθέτουν τὸν Ὕμνο, ὅπου ἡ Ἐλευθερία ταυτίζεται μὲ τὴν Ὀρθόδοξη Ἑλλάδα. Οἱ θεματικὲς ἑνότητες ποὺ περιλαμβάνονται στὰ ἐπιλεγμένα ἀποσπάσματα εἶναι ἡ ἀρχαία λαμπρότητα, τὰ δεινοπαθήματα τῆς σκλαβιᾶς, ἡ ἀπήχηση τοῦ ἀγῶνα, οἱ κορυφαῖες στιγμὲς τῆς Τριπολιτσᾶς καὶ τοῦ Μεσολογγίου, οἱ νικηφόρες μάχες στὴ θάλασσα καὶ τέλος ἡ σπαρακτικὴ ἔκκληση τῆς Ἐλευθερίας πρὸς τοὺς Ἕλληνες γιὰ ὁμόνοια καὶ ἀδερφοσύνη. Ὁ μεγάλος μουσουργὸς Νικόλαος Μάντζαρος, προσωπικὸς φίλος τοῦ ποιητῆ Σολωμοῦ, συνέθεσε μουσικὴ γιὰ 24 στροφές. Οἱ δυὸ πρῶτες νομοθετήθηκαν τὸ 1856 ὡς ὁ Ἐθνικὸς Ὕμνος τῆς Ἑλλάδας.
1
Σὲ γνωρίζω ἀπὸ τὴν κόψη
Τοῦ σπαθιοῦ τὴν τρομερή,
Σὲ γνωρίζω ἀπὸ τὴν ὄψη,
Ποῦ μὲ βία μετράει τὴν γῆ.
2
Ἀπ᾿ τὰ κόκκαλα
βγαλμένη
Τῶν Ἑλλήνων τὰ ἱερά,
Καὶ σὰν πρῶτα ἀνδρειωμένη
Χαῖρε, ὦ χαῖρε, Ἐλευθεριά!
3
Ἐκεῖ μέσα ἐκατοικοῦσες
Πικραμένη,
ἐντροπαλή,
Κ’
ἕνα στόμα ἀκαρτεροῦσες,
Ἔλα πάλι, νὰ σοῦ πῇ.
4
Ἄργειε νἄλθη
ἐκείνη ἡ μέρα,
Καί
ἦταν ὅλα σιωπηλά,
Γιατὶ τά σκιαζε ἡ φοβέρα,
Καὶ τὰ πλάκωνε ἡ σκλαβιά.
5
Δυστυχής!
παρηγορία
Μόνη
σοῦ ἔμενε, νὰ λὲς
Περασμένα
μεγαλεῖα,
Καὶ διηγῶντας τα νὰ κλαῖς·
6
Καὶ
ἀκαρτέρει, καὶ
ἀκαρτέρει
Φιλελεύθερη λαλιά,
Ἕνα ἐκτύπαε τ’ ἄλλο χέρι Ἀπὸ τὴν ἀπελπισιά,
7
Κ’
ἔλεες· πότε, ἅ! πότε βγάνω
Τὸ κεφάλι ἀπὸ τ’ς ἐρμιαῖς;
Καὶ ἀποκρίνοντο ἀπὸ πάνω
Κλάψαις, ἅλυσαις, φωναίς.
8
Τότ’ ἐσήκωνες τὸ βλέμμα
Μὲσ’ ‘ς τὰ κλάιματα
θολό,
Καὶ εἰς τὸ ροῦχο σου ἔσταζ᾿ αἷμα,
Πλῆθος αἷμα Ἑλληνικό.
9
Μὲ τὰ ῥοῦχα αἱματωμένα,
Ξέρω
ὅτι ἔβγαινες
κρυφά,
Νὰ γυρεύῃς εἰς τὰ ξένα
Ἄλλα χέρια
δυνατά.
10
Μοναχὴ τὸν δρόμο ἐπῆρες,
Ἐξανάλθες μοναχὴ·
Δὲν εἶν’ εὔκολαις οἱ θύραις,
Ἐὰν ἡ χρεία ταῖς κουρταλῇ.
11
Ἄλλος σοῦ ἔκλαψε εἰς τὰ στήθια,
Ἀλλ’ ἀνάσαση
καμμιά·
Ἄλλος σοῦ ἔταξε βοήθεια,
Καὶ σὲ γέλασε φρικτά!
12
Ἄλλοι, ὠϊμέ! ‘ς τὴ συμφορά σου
Ὁποῦ ἐχαίροντο πολύ,
Σύρε νάβρῃς τὰ παιδιά σου,
Σύρε, ἐλέγαν οἱ σκληροί.
13
Φεύγει
ὀπίσω τὸ
ποδάρι,
Καὶ ὁλογλήγορο πατεῖ
Ἢ τὴν πέτρα, ἢ τὸ χορτάρι,
Ποῦ τὴν δόξα σοῦ ἐνθυμεῖ.
14
Ταπεινότατη
σοῦ γέρνει
Ἡ τρισάθλια
κεφαλή,
Σὰν φτωχοῦ ποῦ θυροδέρνει,
Κ’
εἶναι βάρος του ἡ ζωή.
15
Ναί· ἀλλὰ τώρα ἀντιπαλεύει
Κάθε
τέκνο σου μὲ ὁρμή,
Ποῦ ἀκατάπαυστα
γυρεύει
Ἢ τὴν νίκη, ἢ τὴν θανή.
16
Ἀπ᾿ τὰ κόκκαλα
βγαλμένη
Τῶν Ἑλλήνων τὰ ἱερά,
Καὶ σὰν πρῶτα ἀνδρειωμένη
Χαῖρε, ὦ χαῖρε, Ἐλευθεριά!
17
Μόλις εἶδε τὴν ὁρμή σου
Ὁ οὐρανός, ποὺ γιὰ τ’ς ἐχθρούς,
Εἰς τὴν γῆ τὴν μητρικήν σου
Ἔτρεφ’ ἄνθια καὶ καρπούς,
18
Ἐγαλήνευσε· καὶ ἐχύθη
Καταχθόνια μία βοή,
Καὶ τοῦ Ῥήγα
σου ἀπεκρίθη
Πολεμόκραχτη ἡ φωνή·
19
Ὅλοι οἱ τόποι σου
σ’ ἐκράξαν,
Χαιρετῶντάς σε θερμά,
Καὶ τὰ στόματα ἐφωνάξαν
Ὅσα αἰσθάνετο ἡ καρδιά.
20
Ἐφωνάξανε ὡς τ’ ἀστέρια
Τοῦ Ἰονίου καὶ τὰ νησιά,
Καὶ ἐσηκώσανε τὰ χέρια
Γιὰ νὰ δείξουνε χαρά,
21
Μ’ ὅλον ποῦ ναι ἁλυσωμένο
Τὸ καθένα τεχνικά,
Κ’ εἰς τὸ μέτωπο γραμμένο
Ἔχει· Ψεῦτρα Ἐλευθεριά.
22
Γκαρδιακά χαροποιήθη
Καὶ τοῦ Βάσιγκτων ἡ γῆ,
Καὶ τὰ σίδερα ἐνθυμήθη
Ποὺ τὴν ἔδεναν καὶ αὐτή.
23
Ἀπ’ τὸν Πύργο του
φωνάζει,
Σὰ νὰ λέῃ σὲ χαιρετῶ,
Καὶ τὴν χῄτη του τινάζει
Τὸ Λιοντάρι τὸ Ἰσπανό.
24
Ἐλαφιάσθη τῆς Ἀγγλίας
Τὸ θηρίο, καὶ σέρνει εὐθὺς
Κατὰ τ’ ἄκρα τῆς Ῥουσίας
Τὰ μουγκρίσματα τ’ς ὀργῆς.
25
Εἰς τὸ κίνημά του δείχνει,
Πῶς τὰ μέλη εἶν’ δυνατά·
Καὶ ‘ς τοῦ Αἰγαίου τὸ κῦμα ρήχνει
Μία σπιθόβολη ματιά.
26
Σὲ ξανοίγει ἀπὸ τὰ νέφη
Καὶ τὸ μάτι τοῦ Ἀετοῦ,
Ποῦ φτερὰ καὶ νύχια θρέφει
Μὲ τὰ σπλάχνα τοῦ Ἰταλοῦ·
27
Καὶ ‘ς ἐσὲ καταγυρμένος,
Γιατὶ πάντα σὲ μισεῖ!
Ἔκρωζ’, ἔκρωζε ὁ σκασμένος,
Νὰ σὲ βλάψῃ, ἂν ἠμπορῇ.
28
Ἄλλο ἐσὺ δὲν συλλογειέσαι
Πάρεξ ποῦ θὰ πρωτοπᾷς·
Δὲν μιλεῖς, καὶ δὲν κουνιέσαι
‘Σ ταῖς βρισιαῖς ὁποῦ ἀγροικᾷς·
29
Σὰν τὸν βράχον ὁποὺ ἀφίνει
Κάθε ἀκάθαρτο νερὸ
Εἰς τὰ πόδια του νὰ χύνῃ
Εὐκολόσβυστον ἀφρό,
30
Ὁποῦ ἀφίνει
ἀνεμοζάλη,
Καὶ χαλάζι, καὶ βροχή,
Νὰ τοῦ δέρνουν τὴν μεγάλη,
Τὴν αἰώνιαν κορυφή.
31
Δυστυχιά του, ὢ δυστυχιά
του,
Ὁποιανοῦ θέλει βρεθῆ
‘Σ τὸ μαχαῖρί σου ἀποκάτου,
Καὶ ‘ς ἐκεῖνο ἀντισταθῆ.
32
Τὸ θηρίο π’ ἀνανογιέται,
Πῶς τοῦ λείπουν τὰ μικρά,
Περιορίζεται, πετειέται,
Αἷμα ἀνθρώπινο διψᾷ.
33
Τρέχει, τρέχει ὅλα τὰ δάση,
Τὰ λαγκάδια, τὰ βουνά,
Καὶ ὅπου φθάσῃ, ὅπου
περάσῃ,
Φρίκη, θάνατος, ἐρμιά·
34
Ἐρμιά, θάνατος, καὶ
φρίκη,
Ὅπου ἐπέρασες κ’ ἐσύ·
Ξίφος ἔξω ἀπὸ τὴν θήκη,
Πλέον ἀνδρείαν σοῦ προξενεῖ.
35
Ἰδοὺ ἐμπρός σου ὁ τοῖχος
στέκει
Τῆς ἀθλίας Τριπολιτζᾶς·
Τώρα τρόμου ἀστροπελέκι
Νὰ τῆς ῥήξῃς πιθυμᾷς.
36
Μεγαλόψυχο τὸ μάτι
Δείχνει πάντα ὁπῶς νικεῖ,
Καὶ ἂς εἶν’ ἅρματα γεμάτη,
Καὶ πολέμια χλαλοή.
37
Σοῦ προβαίνουνε καὶ τρίζουν,
Γιὰ νὰ ἰδῇς πὼς εἶν’ πολλά.
Δὲν ἀκοῦς ποῦ φοβερίζουν
Ἄνδρες
μύριοι καὶ παιδιά;
38
Λίγα μάτια, λίγα στόματα
Θά σᾶς μείνουνε ἀνοιχτά,
Γιὰ νὰ κλαύσετε τὰ σώματα,
Ποῦ θά νά βρῃ ἡ συμφορά.
39
Καταβαίνουνε καὶ ἀνάφτει
Τοῦ πολέμου ἀναλαμπή,
Τὸ τουφέκι ἀνάβει, ἀστράφτει,
Λάμπει, κόφτει τὸ σπαθί.
40
Γιατί ἡ μάχη ἐστάθη ὀλίγη;
Λίγα τὰ αἵματα γιατί;
Τὸν ἐχθρὸν θωρῶ νὰ φύγῃ,
Καὶ ‘ς τὸ κάστρο ν’ ἀνεβῇ.
41
Μέτρα… εἶν’ ἄπειροι οἱ φευγᾶτοι,
Ὁποῦ φεύγοντας δειλιοῦν·
Τὰ λαβώματα ‘ς τὴν πλάτη
Δέχοντ’ , ὥστε ν’ ἀνεβοῦν.
42
Ἐκεῖ μέσα ἀκαρτερεῖτε
Τὴν ἀφεύγατη φθορά·
Νά, σᾶς φθάνει· ἀποκριθῆτε
‘Σ τῆς νυκτὸς τὴ σκοτεινιά.
43
Ἀποκρίνονται,
καὶ ἡ μάχη
Ἔτσι ἀρχίζει, ὁποῦ μακριὰ
Ἀπὸ ῥάχη ἐκεῖ ‘σὲ ῥάχη
Ἀντιβούυζε
φοβερά.
44
Ἀκούω κούφια
τὰ τουφέκια,
Ἀκούω
σμίξιμο σπαθιῶν,
Ἀκούω ξύλα, ἀκούω πελέκια,
Ἀκούω
τρίξιμο δοντιῶν.
45
Ἄ! τί νύκτα ἦταν ἐκείνη,
Ποὺ τὴν τρέμει ὁ λογισμός;
Ἄλλος ὕπνος δὲν ἐγίνη
Πάρεξ θανάτου πικρός.
46
Τῆς σκηνῆς ἡ ὥρα, ὁ τόπος,
Οἱ κραυγαῖς, ἡ ταραχή,
Ὁ
σκληρόψυχος ὁ τρόπος
Τοῦ πολέμου, καὶ οἱ καπνοί,
47
Καὶ οἱ βρονταῖς, καὶ τὸ
σκοτάδι,
Ὁποὺ ἀντίσκοφτε ἡ φωτιά,
Ἐπαράσταιναν
τὸν ἅδη
Ποῦ ἀκαρτέρειε τὰ σκυλιά·
48
Τ’ ἀκαρτέρειε – Ἐφαινόντ’ ἥσκιοι
Ἀναρίθμητοι
γυμνοί,
Κόραις, γέροντες, νεανίσκοι,
Βρέφη ἀκόμη εἰς τὸ βυζί.
49
Ὅλη μαύρη
μυρμηγκιάζει,
Μαύρη ἡ ἐντάφια συντροφιά,
Σὰν τὸ ῥοῦχο ὁποῦ σκεπάζει
Τὰ κρεβάτια τὰ στερνά.
50
Τόσοι, τόσοι ἀνταμωμένοι
Ἐπετειοῦντο ἀπὸ τὴν γῆ,
Ὅσοι εἶν’ ἄδικα σφαγμένοι
Ἀπὸ τούρκικην ὀργή.
51
Τόσα πέφτουνε τὰ θερι-
σμένα ἀστάχια εἰς τοὺς ἀγρούς·
Σχεδὸν ὅλα ἐκειὰ τὰ μέρη
Ἐσκεπάζοντο ἀπ’ αὐτούς.
52
Θαμποφέγγει κἀνέν’ ἄστρο,
Καὶ ἀναδεύοντο μαζί,
Ἀναβαίνοντας
τὸ κάστρο
Μὲ νεκρώσιμη σιωπή.
|
53
Ἔτσι χάμου εἰς τὴν πεδιάδα,
Μὲσ' ‘ς τὸ δάσος τὸ πυκνό,
Ὅταν στέλνῃ μὶαν ἀχνάδα
Μισοφέγγαρο χλωμό,
54
Ἐὰν οἱ ἄνεμοι μὲσ' ‘ς τ' ἄδεια
Τὰ κλαδιὰ μουγκοφυσοῦν,
Σειοῦνται, σειοῦνται τὰ μαυράδια,
Ὁποῦ οἱ κλῶνοι ἀντικτυποῦν.
55
Μὲ τὰ μάτια τους γυρεύουν,
Ὅπου εἶν' αἵματα πηχτά,
Καὶ μὲσ' ‘ς τ' αἵματα χορεύουν
Μὲ βρυχίσματα βραχνά,
56
Καὶ χορεύοντας μανίζουν
Εἰς τοὺς Ἕλληνας κοντά.
Καὶ τὰ στήθια τοὺς ἐγγίζουν
Μὲ τὰ χέρια τὰ ψυχρά.
57
Ἐκειὸ τὸ ἔγγισμα πηγαίνει
Βαθειὰ μὲσ' ‘ς τὰ σωθικά,
Ὅθεν ὅλη ἡ λύπη βγαίνει,
Καὶ ἄκρα αἰσθάνονται ἀσπλαχνιά.
58
Τότε αὐξαίνει τοῦ πολέμου
Ὁ χορὸς τρομακτικά,
Σὰν τὸ σκόρπισμα τοῦ ἀνέμου
‘Σ τοῦ πελάου τὴν μοναξιά.
59
Κτυποῦν ὅλοι ἀπάνου κάτου
Κάθε κτύπημα ποῦ ἐβγῇ
Εἶναι κτύπημα θανάτου,
Χωρὶς νὰ δευτερωθῇ·
60
Κάθε σῶμα ἱδρώνει, ρέει·
Λὲς καὶ ἐκεῖθεν ἡ ψυχή,
Ἀπ' τὸ μῖσος ποῦ τὴν καίει,
Πολεμάει νὰ πεταχθῇ.
61
Τῆς καρδίας κτυπιαῖς βροντᾶνε
Μὲσ' ‘ς τὰ στήθια τους ἀργά,
Καὶ τὰ χέρια ὁποῦ χουμᾶνε
Περισσότερο εἶν' γοργά.
62
Οὐρανὸς γι' αὐτοὺς δὲν εἶναι,
Οὐδὲ πέλαγο, οὐδὲ γῆ·
Γι' αὐτοὺς ὅλους, τὸ πᾶν εἶναι
Μαζωμένο ἀντάμα ἐκεῖ.
63
Τόση ἡ μάνητα καὶ ἡ ζάλη,
Ποῦ στοχάζεσαι, μὴ πῶς
Ἀπὸ μία μεριὰ καὶ ἀπ' ἄλλη
Δὲν μείνῃ ἕνας ζωντανός·
64
Κύττα χέρια ἀπελπισμένα
Πῶς θερίζουνε ζωαῖς!
Χάμου πέφτουνε κομμένα
Χέρια, πόδια, κεφαλαῖς,
65
Καὶ παλλάσκαις, καὶ σπαθία,
Μὲ ὁλοσκόρπιστα μυαλά,
Καὶ μὲ ὁλόσχιστα κρανία
Σωθικὰ λαχταριστά.
66
Προσοχὴ καμμιά δὲν κάνει
Κανείς, ὄχι, εἰς τὴν σφαγή.
Πᾶνε πάντα ἐμπρός! Ὤ! φθάνει,
Φθάνει· ἕως πότε οἱ σκοτωμοί;
67
Ποῖος ἀφίνει ἐκεῖ τὸν τόπο,
Πάρεξ ὅταν ξαπλωθῇ;
Δὲν αἰσθάνονται τὸν κόπο,
Καὶ λὲς κ' εἶναι εἰς τὴν ἀρχή.
68
Ὠλιγόστευσαν οἱ σκύλοι,
Καὶ Ἀ λ λ ᾶ ἐφώναξαν, Ἀ λ λ ᾶ·
Καὶ τῶν Χριστιανῶν τὰ χείλη
Φ ω τ ι ὰ ἐφώναξαν, φ ω τ ι ά.
69
Λεονταρόψυχα ἐκτυπιοῦντο,
Πάντα ἐφώναζαν φ ω τ ι ά,
Καὶ οἱ μιαροὶ κατασκορπιοῦντο,
Πάντα σκούζοντας Ἀ λ λ ᾶ.
70
Παντοῦ φόβος, καὶ τρομάρα,
Καὶ φωναῖς καὶ στεναγμοὶ·
Παντοῦ κλάψα, παντοῦ ἀντάρα,
Καὶ παντοῦ ξεψυχισμοί.
71
Ἦταν τόσοι! πλέον τὸ βόλι
Εἰς τ' αὐτιὰ δὲν τοὺς λαλεῖ·
Ὅλοι χάμου ἐκείτοντ' ὅλοι
Εἰς τὴν τέταρτην αὐγή.
72
Σὰν ποτάμι τὸ αἷμα ἐγίνη,
Καὶ κυλάει ‘ς τὴν λαγκαδιά,
Καὶ τ' ἀθῷο χόρτο πίνει
Αἷμα ἀντὶς γιὰ τὴν δροσιά.
73
Τῆς αὐγῆς δροσᾶτο ἀέρι,
Δὲν φυσᾷς τώρα ἐσὺ πλιὸ
‘Σ τῶν ψευδόπιστων τὸ ἀστέρι·
Φύσα, φύσα εἰς τὸ ΣΤΑΥΡΟ.
74
Ἀπ᾿ τὰ κόκκαλα βγαλμένη
Τῶν Ἑλλήνων τὰ ἱερά,
Καὶ σὰν πρῶτα ἀνδρειωμένη
Χαῖρε, ὦ χαῖρε, Ἐλευθεριά!
75
Τῆς Κορίνθου ἰδοὺ καὶ οἱ κάμποι·
Δὲν λάμπ' ἥλιος μοναχὰ
Εἰς τοὺς πλάτανους, δὲν λάμπει
Εἰς τ' ἀμπέλια, εἰς τὰ νερά·
76
Εἰς τὸν ἥσυχον αἰθέρα
Τώρα ἀθῷα δὲν ἀντηχεῖ
Τὰ λαλήματα, ἡ φλογέρα,
Τὰ βελάσματα, τὸ ἀρνί.
77
Τρέχουν ἅρματα χιλιάδες,
Σὰν τὸ κῦμα εἰς τὸ γιαλὸ·
Ἀλλ' οἱ ἀνδρεῖοι παλληκαράδες
Δὲν ψηφοῦν τὸν ἀριθμό.
78
Ὦ τρακόσιοι! σηκωθῆτε
Καὶ ξανάλθετε ΄ς ἐμᾶς·
Τὰ παιδιά σας θέλ' ἰδῆτε
Πόσο μοιάζουνε μέ σᾶς.
79
Ὅλοι ἐκεῖνοι τὰ φοβοῦνται,
Καὶ μὲ πάτημα τυφλὸ
Εἰς τὴν Κόρινθο ἀποκλειοῦνται,
Κι' ὅλοι χάνονται ἀπ' ἐδῶ.
80
Στέλνει ὁ ἄγγελος τοῦ ὀλέθρου
Πεῖνα καὶ Θανατικὸ,
Ποὺ μὲ σχῆμα ἑνὸς σκελέθρου
Περπατοῦν ἀντάμα οἱ δυό·
81
Καὶ πεσμένα εἰς τὰ χορτάρια
Ἀπεθαίνανε παντοῦ
Τὰ θλιμμένα ἀπομεινάρια
Τῆς φυγῆς καὶ τοῦ χαμοῦ.
82
Καὶ ἐσὺ ἀθάνατη, ἐσὺ θεία,
Ποῦ ὅ,τι θέλεις ἠμπορεῖς,
Εἰς τὸν κάμπο, Ἐλευθερία,
Ματωμένη περπατεῖς!
83
‘Σ τὴν σκιὰ χεροπιασμέναις,
‘Σ τὴν σκιὰ βλέπω κ' ἐγὼ
Κρινοδάκτυλαις παρθέναις,
Ὁποῦ κάνουνε χορό·
84
‘Σ τὸν χορὸ γλυκογυρίζουν
Ὡραῖα μάτια ἐρωτικά,
Καὶ εἰς τὴν αὖρα κυματίζουν
Μαῦρα, ὁλόχρυσα μαλλιά.
85
Ἡ ψυχή μου ἀναγαλλιάζει,
Πῶς ὁ κόρφος κάθεμιᾶς
Γλυκοβύζαστο ἑτοιμάζει
Γάλα ἀνδρείας καὶ ἐλευθεριᾶς.
86
Μὲσ ‘ς τὰ χόρτα ‘ς τὰ λουλούδια,
Τὸ ποτῆρι δὲν βαστῶ.
Φιλελεύθερα τραγούδια
Σὰν τὸν Πίνδαρο ἐκφωνῶ.
87
Ἀπ᾿ τὰ κόκκαλα βγαλμένη
Τῶν Ἑλλήνων τὰ ἱερά,
Καὶ σὰν πρῶτα ἀνδρειωμένη
Χαῖρε, ὦ χαῖρε, Ἐλευθεριά!
88
Πῆγες εἰς τὸ Μεσολόγγι
Τὴν ἡμέρα τοῦ Χριστοῦ,
Μέρα ποῦ ἄνθισαν οἱ λόγγοι,
Γιὰ τὸ τέκνο τοῦ Θεοῦ,
89
Σοῦ ἧλθε ἐμπρὸς λαμποκοπῶντας
Ἡ Θρησκεία μ' ἕνα σταυρό,
Καὶ τὸ δάκτυλο κινῶντας
Ὃπου ανεῖ' τὸν οὐρανό,
90
‘Σ αὐτό, ἐφώναξε τὸ χῶμα
Στάσου ὁλόρθη, Ἐλευθεριά·
Καὶ φιλῶντάς σου τὸ στόμα,
Μπαίνει μὲσ' ‘ς τὴν ἐκκλησιά,
91
Εἰς τὴν τράπεζα σιμώνει,
Καὶ τὸ σύγνεφο τὸ ἀχνὸ
Γύρω γύρω της πυκνώνει
Ποὺ σκορπάει τὸ θυμιατό.
92
Ἀγροικάει τὴν ψαλμωδία,
Ὁποῦ ἐδίδαξεν αὐτή·
Βλέπει τὴν φωταγωγία
‘Σ τοὺς Ἁγίους ἐμπρὸς χυτή.
93
Ποιοί εἶν' αὐτοὶ ‘ποῦ πλησιάζουν
Μὲ πολλὴ ποδοβολή,
Κι' ἄρματ' ἅρματα ταράζουν;
Ἐπετάχτηκες Ἐσύ.
94
Ἄ! τὸ φῶς ποῦ σὲ στολίζει,
Σὰν ἡλίου φεγγοβολή,
Καὶ μακρόθεν σπινθηρίζει,
Δὲν εἶναι, ὄχι, ἀπὸ τὴν γῆ·
95
Λάμψιν ἔχει ὅλη φλογώδη
Χεῖλος, μέτωπο, ὀφθαλμὸς·
Φῶς τὸ χέρι, φῶς τὸ πόδι,
Κι' ὅλα γύρω σου εἶναι φῶς.
96
Τὸ σπαθί σου ἀντισηκώνεις,
Τρία πατήματα πατᾷς,
Σὰν τὸν πύργο μεγαλώνεις,
Καὶ εἰς τὸ τέταρτο κτυπᾷς·
97
Μὲ φωνὴ ποῦ καταπείθει,
Προχωρῶντας ὁμιλεῖς·
»Σήμερ' , ἄπιστοι, ἐγεννήθη,
Ναί, τοῦ κόσμου ὁ Λυτρωτής.
98
»Αὐτὸς λέγει… Ἀφογκρασθῆτε:
»Ἐγὼ εἶμ' Ἄλφα, Ὠμέγα ἐγώ·
»Πέστε, ποῦ θ' ἀποκρυφθῆτε
»Ἐσεῖς ὅλοι, ἂν ὀργισθῶ;
99
»Φλόγα ἀκοίμητην σᾶς βρέχω,
»Ποῦ μ' αὐτὴν ἂν συγκριθῇ
»Κείνη ἡ κάτω ὁποῦ σᾶς ἔχω,
»Σὰν δροσιὰ θέλει βρεθῇ·
100
»Κατατρώγει, ὡσὰν τὴν σχίζα,
»Τόπους ἄμετρα ὑψηλούς,
»Χώραις, ὄρη, ἀπὸ τὴν ῥίζα,
»Ζῶα, καὶ δένδρα, καὶ θνητούς,
101
»Καὶ τὸν πᾶν τὸ κατακαίει,
»Καὶ δὲν σώζεται πνοή,
»Πάρεξ τοῦ ἄνεμου ποῦ πνέει
»Μὲσ' ‘ς τὴ στάχτη τὴ λεπτή».
102
Κάποιος ἤθελε ἐρωτήσῃ:
Τοῦ θυμοῦ του εἶσαι ἀδελφή;
Ποῖος εἶν' ἄξιος νὰ νικήσῃ,
Ἢ μὲ σὲ νὰ μετρηθῇ;
103
Ἡ γῆ αἰσθάνεται τὴν τόση
Τοῦ χεριοῦ σου ἀνδραγαθιά,
Ποῦ ὅλη θέλει θανατώσῃ
Τὴν μισόχριστη σπορά.
104
Τὴν αἰσθάνονται, καὶ ἀφρίζουν
Τὰ νερά, καὶ τ' ἀγροικῶ
Δυνατὰ νὰ μουρμουρίζουν,
‘Σὰν νὰ ρυάζετο θηριό.
105
Κακορίζικοι ποῦ πᾶτε
Τοῦ Ἀχελώου μὲσ' ‘ς τὴν ῥοή,
Καὶ πιδέξια πολεμᾶτε
Ἀπὸ τὴν καταδρομὴ
.
|
106
Νὰ ἀποφύγετε! τὸ κῦμα
Ἔγεινε ὅλο φουσκωτό·
Ἐκεῖ εὑρήκατε τὸ μνῆμα,
Πρὶν νὰ εὑρῆτε ἀφανισμό.
107
Βλασφημάει, σκούζει,
μουγκρίζει
Κάθε λάρυγγας ἐχθροῦ,
Καὶ τὸ ῥεῦμα γαργαρίζει
Ταῖς βλασφήμιαις τοῦ θυμοῦ.
108
Σφαλερὰ τετραποδίζουν
Πλῆθος ἄλογα, καὶ ὀρθὰ
Τρομασμένα χλιμιτρίζουν,
Καὶ πατοῦν εἰς τὰ κορμιά.
109
Ποῖος ‘ς τὸν σύντροφον ἁπλώνει
Χέρι, ὡσὰν νὰ
βοηθηθῇ·
Ποῖος τὴν σάρκα του δαγκώνει,
Ὅσο ὁποῦ νὰ νεκρωθῇ·
110
Κεφαλαῖς ἀπελπισμέναις,
Μὲ τὰ μάτια πεταχτά,
Κατὰ τ’ ἄστρα σηκωμέναις
Γιὰ τὴν ὕστερη
φορά.
111
Σβυέται, – αὐξαίνοντας ἡ πρώτη
Τοῦ Ἀχελώου νεροσυρμὴ, -
Τὸ χλιμίτρισμα, καὶ οἱ κρότοι,
Καὶ τοῦ ἀνθρώπου οἱ γογγυσμοί.
112
Ἔτσι ν’ ἄκουα νὰ βουύξῃ
Τὸν βαθὺν Ὠκεανό,
Καὶ ‘ς τὸ κῦμα του νὰ πνίξῃ
Κάθε σπέρμα Ἀγαρηνό·
113
Καὶ ἐκεῖ ποῦ ναι ἡ Ἁγία Σοφία,
Μὲσ’ ‘ς τοὺς λόφους τοὺς ἑπτά,
Ὅλα τ’ ἄψυχα κορμία,
Βραχοσύντριφτα, γυμνά,
114
Σωριασμένα νὰ τὰ σπρώξῃ
Ἡ κατάρα τοῦ Θεοῦ,
Κ’ ἀπ’ ἐκεῖ νὰ τὰ μαζώξῃ
Ὁ ἀδελφὸς τοῦ Φεγγαριοῦ.
115
Κάθε πέτρα μνῆμα ἀς γένῃ,
Καὶ ἡ Θρησκεία, κ’ ἡ Ἐλευθεριὰ
Μ’ ἀργοπάτημα ἄς πηγαίνῃ
Μεταξύ τους, καὶ ἄς μετρᾷ.
116
Ἕνα λείψανο ἀνεβαίνει
Τεντωτό, πιστομητό,
Κι’ ἄλλο ξάφνου κατεβαίνει,
Καὶ δὲν φαίνεται καὶ πλιό.
117
Καὶ χειρότερ’ ἀγριεύει
Καὶ φουσκώνει ὁ ποταμός·
Πάντα, πάντα περισσεύει
Πολυφλοίσβισμα καὶ ἀφρός.
118
Ἄ! γιατί δὲν ἔχω τώρα
Τὴν φωνὴ τοῦ Μωϋσῆ;
Μεγαλόφωνα, τὴν ὥρα
Ὁποὺ ἐσβυοῦντο οἱ μισητοί,
119
Τὸν Θεὸν εὐχαριστοῦσε
‘Σ τοῦ πελάου τὴν λύσσα ἐμπρός,
Καὶ τὰ λόγια ἠχολογοῦσε
Ἀναρίθμητος
λαός.
120
Ἀκλουθάει τὴν ἁρμονία
Ἡ ἀδελφὴ τοῦ Ἀαρών,
Ἡ προφήτισσα
Μαρία,
Μ’ ἕνα τύμπανο τερπνόν,
121
Καὶ πηδοῦν ὅλαις οἱ κόραις
Μὲ τ΄ς ἀγκάλαις ἀνοικταῖς,
Τραγουδῶντας, ἀνθοφόραις,
Μὲ τὰ τύμπανα κ’ ἐκειαίς.
122
Σὲ γνωρίζω ἀπὸ τὴν κόψη
Τοῦ σπαθιοῦ τὴν τρομερή,
Σὲ γνωρίζω ἀπὸ τὴν ὄψη,
Ποῦ μὲ βία μετράει τὴν γῆ.
123
Εἰς αὐτήν, εἶν’ ξακουσμένο
Δὲν νικειέσαι ἐσὺ ποτὲ·
Ὅμως, ὄχι, δὲν εἶν’ ξένο
Καὶ τὸ πέλαγο γιὰ σέ.
124
Τὸ στοιχεῖον αὐτὸ ξαπλώνει
Κύματ’ ἄπειρα εἰς τὴν γῆ,
Μὲ τὰ ὁποῖα τὴν περιζώνει,
Κ’ εἶναι εἰκόνα σου λαμπρή.
125
Μὲ βρυχίσματα σαλεύει
Ποὺ τρομάζει ἡ ἀκοή·
Κάθε ξύλο κινδυνεύει
Καὶ λιμιῶνα ἀναζητεῖ.
126
Φαίνετ’ ἔπειτα ἡ γαλήνη
Καὶ τὸ λάμψιμο τοῦ ἡλιοῦ,
Καὶ τὰ χρώματα ἀναδίνει
Τοῦ γλαυκότατου οὐρανοῦ.
127
Δὲν νικειέσαι, εἶν’ ξακουσμένο,
‘Σ τὴν ξηρὰν ἐσὺ ποτὲ·
Ὅμως, ὄχι, δὲν εἶν΄ξένο
Καὶ τὸ πέλαγο γιὰ σέ.
128
Περνοῦν ἄπειρα τὰ ξάρτια,
Καὶ σὰν λόγγος στρυμωχτὰ
Τὰ τρεχούμενα κατάρτια,
Τὰ ὁλοφούσκωτα πανιά.
129
Σὺ ταῖς δύναμαίς σου σπρώχνεις,
Καὶ ἀγκαλὰ δὲν εἶν’ πολλαῖς,
Πολεμῶντας, ἄλλα διώχνεις,
Ἄλλα
παίρνεις, ἄλλα καῖς.
130
Μὲ ἐπιθύμια νὰ τηράζῃς
Δύο μεγάλα σὲ θωρῶ,
Καὶ θανάσιμον τινάζεις
Ἐναντίον
τους κεραυνό·
131
Πιάνει, αὐξαίνει, κοκκινίζει,
Καὶ σηκώνει μιὰ βροντή,
Καὶ τὸ πέλαο χρωματίζει
Μὲ αἱματόχροη βαφή.
132
Πνίγοντ’ ὅλοι οἱ πολεμάρχοι,
Καὶ δὲν μνέσκει ἕνα κορμὶ
Χάρου, σκιὰ τοῦ Πατριάρχη,
Ποῦ σ’ ἐπέταξαν ἐκεῖ.
133
Ἐκρυφόσμιγαν
οἱ φίλοι
Μὲ τ’ς ἐχθρούς τους τὴ Λαμπρή,
Καὶ τοὺς ἔτρεμαν τὰ χείλη,
Δίδοντάς τα εἰς τὸ φιλί.
134
Κειῖς ταῖς δάφναις, ποὺ ἐσκορπῆστε,
Τώρα πλέον δὲν ταῖς πατεῖ
Καὶ τὸ χέρι, ὁποὺ ἐφιλῆστε,
Πλέον, ἂ! πλέον δὲν εὐλογεῖ.
135
Ὅλοι κλαῦστε, ἀποθαμένος
Ὁ ἀρχηγὸς τῆς Ἐκκλησιᾶς·
Κλαῦστε, κλαῦστε· κρεμασμένος
Ὡσὰν νά τανε φονηάς.
136
Ἔχει ὁλάνοικτο τὸ στόμα
Π’ ὣραις πρῶτα εἶχε γευθῇ
Τ’ Ἅγιον Αἷμα, τ΄ Ἅγιον Σῶμα·
Λὲς πῶς θὲ νὰ ξαναβγῇ
137
Ἡ κατάρα ποῦ εἶχε ἀφήσῃ
Λίγο πρὶν νὰ ἀδικηθῇ
Εἰς ὁποῖον δὲν πολεμήσῃ,
Καὶ ἠμπορεῖ νὰ
πολεμῇ.
138
Τὴν ἀκούω, βροντάει, δὲν παύει
Εἰς τὸ πέλαγο, εἰς τὴν γῆ,
Καὶ μουγκρίζοντας ἀνάβει
Τὴν αἰωνίαν ἀστραπή.
139
Ἡ καρδιὰ συχνοσπαράζει…
Πλὴν τί βλέπω; σοβαρὰ
Νὰ σωπάσω μὲ προστάζει
Μὲ τὸ δάχτυλο ἡ θεά.
140
Κυττάει γύρω εἰς τὴν Εὐρώπη
Τρεῖς φοραῖς μ’ ἀνησυχιά·
Προσηλώνεται κατόπι
‘Σ τὴν Ἑλλάδα, καὶ ἀρχινᾷ.
141
Παλληκάρια μου! οἱ πολέμοι
»Γιὰ σᾶς ὅλοι εἶναι χαρά,
»Καὶ τὸ γόνα σας δὲν τρέμει
»‘Σ τοὺς κινδύνους ἐμπροστά.
142
»Ἀπ’ ἐσᾶς ἀπομακραίνει
»Κάθε δύναμη ἐχθρική·
»Ἀλλ’ ἀνίκητη
μιὰ μένει
»Ποῦ ταῖς δάφναις σας μαδεῖ·
143
»Μία, ποῦ ὅταν ὡσὰν λύκοι
»Ξαναρχόστενε ζεστοί,
»Κουρασμένοι ἀπὸ τὴν
νίκη,
»Ἄχ! τὸν νοῦν σᾶς τυραννεῖ.
144
»Ἡ Διχόνοια ποῦ βαστάει
»Ἕνα σκῆπτρο ἡ δολερή·
»Καθενὸς χαμογελάει,
»Πάρ’ τ ο, λέγοντας, καὶ σ ύ.
145
»Κειὸ τὸ σκῆπτρο,
ποὺ σᾶς δείχνει,
»Ἔχει ἀλήθεια ὡραία θωριά.
»Μὴν τὸ πιάστε, γιατὶ ῥήχνει
»Εἰσὲ δάκρυα θλιβερά.
146
»Ἀπὸ στόμα, ὁποῦ φθονάει,
»Παλληκάρια, ἄς μὴν πωθῇ,
»Πῶς τὸ χέρι σας κτυπάει
»Τοῦ ἀδελφοῦ τὴν
κεφαλή.
147
»Μὴν εἰποῦν ‘ς τὸν στοχασμό τους
»Τὰ ξένα ἔθνη ἀληθινά·
»Ἐὰν μ ι σ ο ῦ ν τ α ι ἀνάμεσό τους,
»Δὲν τοὺς πρέπει ἐ λ ε υ θ ε ρ ι ά.
148
»Τέτοια ἀφήστενε φροντίδα·
»Ὅλο τὸ αἷμα ὁποῦ χυθῇ
»Γιὰ θρησκεία, καὶ γιὰ πατρίδα,
»Ὅμοιαν ἔχει τὴν τιμή.
149
»’Σ τὸ αἷμα αὐτό, ποῦ δὲν
πονείτε
»Γιὰ πατρίδα, γιὰ θρησκειά,
»Σᾶς ορκίζω, ἀγκαλιασθῆτε,
»Σὰν ἀδέλφια γκαρδιακά.
150
»Πόσον λείπει, στοχασθῆτε,
»Πόσο ἀκόμη νὰ παρθῇ·
»Πάντα ἡ νίκη, ἂν ἑνωθῆτε,
»Πάντα ἐσᾶς θ’ ἀκολουθῇ.
151
»Ὠ ἀκουσμένοι εἰς τὴν ἀνδρεία!
»Καταστῆτε ἕνα σταυρό,
»Καὶ φωνάξετε μὲ μία,
»Βασιλεῖς, κυττάξτ’ ἐδῶ.
152
»Τὸ σημεῖο ποὺ προσκυνᾶτε
»Εἶνε τοῦτο, καὶ γι’ αὐτὸ
» ‘Ματωμένους μᾶς κυττᾶτε
» ‘Σ τὸν ἀγῶνα τὸν σκληρό.
153
»Ἀκατάπαυστα τὸ ‘βρίζουν
»Τὰ σκυλιά, καὶ τὸ πατοῦν
»Καὶ τὰ τέκνα ἀφανίζουν,
»Καὶ τὴν πίστη ἀναγελοῦν.
154
»Ἐξ αἰτίας του ἐσπάρθη, ἐχάθη
»Αἷμα ἀθῷο χριστιανικό,
»Ποῦ φωνάζει ἀπὸ τὰ βάθη
»Τῆς νυκτός· Ν ὰ κ δ ι κ η θ ῶ.
155
»Δὲν ἀκοῦτε, ἐσεῖς εἰκόνες
»Τοῦ Θεοῦ, τέτοια φωνή;
»Τώρα ἐπέρασαν αἰῶνες,
»Καὶ δὲν ἔπαψε
στιγμή.
156
»Δὲν ἀκοῦτε; εἰς κάθε μέρος
»Σὰν τοῦ Ἀβὲλ
καταβοᾷ·
»Δὲν εἶν’ φύσημα τοῦ ἀέρος,
»Ποῦ σφυρίζει εἰς τὰ μαλλιά.
157
»Τί θὰ κάμετε; θ’ ἀφῆστε
»Νὰ ἀποκτήσωμεν ἑμεῖς
»Λευθερίαν, ἢ θὰ τὴν
λύστε
»Ἐξ αἰτίας πολιτικῆς;
158
»Τοῦτο ἀνίσως μελετᾶτε,
»Ἰδού, ἐμπρός σας τὸν Σταυρό·
»Βασιλεῖς! ἐλᾶτε, ἐλᾶτε,
»Καὶ κτυπήσετε κ’ ἐδῶ».
|
ΔΙΟΡΘΩΣΗ-ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ ΚΕΙΜΕΝΟΥ ΕΘΝΙΚΟΥ ΥΜΝΟΥ:
Δημήτρης Ψάχος Σπρίνγκερ
Αρθρογράφος στην εταιρεία Ηλεκτρονικό Πολιτιστικό Περιοδικό: ALL4FUN
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου