Παρασκευή 29 Μαρτίου 2013

ΥΜΝΟΣ ΕΙΣ ΤΗΝ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑN - 2012

ΥΜΝΟΣ ΕΙΣ ΤΗΝ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑN - 2012
Αντρικό πουκάμισο, ραμμένα υφάσματα, χειροποίητη μεταξοτυπία, κέντημα, ελληνικά νομίσματα 1&2 δραχμών - Μεταβλητές διαστάσεις.


 

 





Δείγμα απο την τελευταία μου δουλειά σε εξέλιξη είναι το έργο-ρούχο που δημιούργησα με τίτλο “ΎΜΝΟΣ ΕΙΣ ΤΗΝ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΝ” και είναι εμπνευσμένο από το ομόνυμο ποίημα του Διονυσίου Σολωμού που αποτελεί και τον εθνικό μας ύμνο




  
Σε αυτό με ενδιαφέρει να σχολιάσω το θέμα της ελευθέριας και της αξιοπρέπειας της ανθρώπινης ύπαρξης που βάλλεται σκληρά στη σημερινή εποχή. Επίσης θέλω κάνω μια αναφορά στα ιδανικά που πηγάζουν από τον ελληνικό πολιτισμό και την ιστορία.




Είναι η στολή της ταλαιπωρημένη ύπαρξης από την καταστολή της ανάπτυξης υγιών συνθηκών ζωής και της φαινομενικά αποστερημένης ελπίδας και ονείρων για το μέλλον. 




Πολύ αίμα έχει χυθεί για την ελευθερία για αυτό έχω κεντήσει τον τίτλο του έργου που είναι και ο τίτλος του εθνικού μας ύμνου (“ΎΜΝΟΣ ΕΙΣ ΤΗΝ ΕΛΕYΘΕΡΙΑΝ”) με κόκκινη κλώστη στο γιακά του ρούχου-έργου. Έχω επίσης τυπώσει με την τεχνική της χειροποίητης μεταξοτυπίας σε γάζες χέρια κοκάλα καθώς και ένα κορμό από ένα σπασμένο αρχαίο άγαλμα.



Διονύσιος Σολωμός - Ὁ Ὕμνος εἰς τὴν Ἐλευθερίαν


158 στροφὲς συνθέτουν τὸν Ὕμνο, ὅπου ἡ Ἐλευθερία ταυτίζεται μὲ τὴν Ὀρθόδοξη Ἑλλάδα. Οἱ θεματικὲς ἑνότητες ποὺ περιλαμβάνονται στὰ ἐπιλεγμένα ἀποσπάσματα εἶναι ἡ ἀρχαία λαμπρότητα, τὰ δεινοπαθήματα τῆς σκλαβιᾶς, ἡ ἀπήχηση τοῦ ἀγῶνα, οἱ κορυφαῖες στιγμὲς τῆς Τριπολιτσᾶς καὶ τοῦ Μεσολογγίου, οἱ νικηφόρες μάχες στὴ θάλασσα καὶ τέλος ἡ σπαρακτικὴ ἔκκληση τῆς Ἐλευθερίας πρὸς τοὺς Ἕλληνες γιὰ ὁμόνοια καὶ ἀδερφοσύνη. Ὁ μεγάλος μουσουργὸς Νικόλαος Μάντζαρος, προσωπικὸς φίλος τοῦ ποιητῆ Σολωμοῦ, συνέθεσε μουσικὴ γιὰ 24 στροφές. Οἱ δυὸ πρῶτες νομοθετήθηκαν τὸ 1856 ὡς ὁ Ἐθνικὸς Ὕμνος τῆς Ἑλλάδας.

1
Σ γνωρίζω π τν κόψη
Το σπαθιο τν τρομερή,
Σ γνωρίζω π τν ψη,
Πο μ βία μετράει τν γ.

2
π᾿ τ κόκκαλα βγαλμένη
Τν λλήνων τ ερά,
Κα σν πρτα νδρειωμένη
Χαρε, χαρε, λευθεριά!

3
κε μέσα κατοικοσες
Πικραμένη, ντροπαλή,
Κ’ να στόμα καρτεροσες,
λα πάλι, ν σο π.

4
ργειε νλθη κείνη μέρα,
Καί ταν λα σιωπηλά,
Γιατ τά σκιαζε φοβέρα,
Κα τ πλάκωνε σκλαβιά.

5
Δυστυχής! παρηγορία
Μόνη σο μενε, ν λς
Περασμένα μεγαλεα,
Κα διηγντας τα ν κλας·

6
Κα καρτέρει, κα καρτέρει
Φιλελεύθερη λαλιά,
να κτύπαε τ’ λλο χέρι
π τν πελπισιά,

7
Κ’ λεες· πότε, ! πότε βγάνω
Τ κεφάλι π τ’ς ρμιας;
Κα ποκρίνοντο π πάνω
Κλάψαις, λυσαις, φωναίς.

8
Τότ’ σήκωνες τ βλέμμα
Μὲσ’ ‘ς τ κλάιματα θολό,
Κα ες τ ροχο σου σταζ᾿ αμα,
Πλθος αμα λληνικό.

9
Μ τ οχα αματωμένα,
Ξέρω τι βγαινες κρυφά,
Ν γυρεύς ες τ ξένα
λλα χέρια δυνατά.

10
Μοναχ τν δρόμο πρες,
ξανάλθες μοναχὴ·
Δν εν’ εκολαις ο θύραις,
Ἐὰν χρεία τας κουρταλ.

11
λλος σο κλαψε ες τ στήθια,
λλ’ νάσαση καμμιά·
λλος σο ταξε βοήθεια,
Κα σ γέλασε φρικτά!

12
λλοι, ϊμέ! ‘ς τ συμφορά σου
πο χαίροντο πολύ,
Σύρε νάβρς τ παιδιά σου,
Σύρε, λέγαν ο σκληροί.

13
Φεύγει πίσω τ ποδάρι,
Κα λογλήγορο πατε
τν πέτρα, τ χορτάρι,
Πο τν δόξα σο νθυμε.

14
Ταπεινότατη σο γέρνει
τρισάθλια κεφαλή,
Σν φτωχο πο θυροδέρνει,
Κ’ εναι βάρος του ζωή.

15
Ναί· λλ τώρα ντιπαλεύει
Κάθε τέκνο σου μ ρμή,
Πο κατάπαυστα γυρεύει
τν νίκη, τν θανή.

16
π᾿ τ κόκκαλα βγαλμένη
Τν λλήνων τ ερά,
Κα σν πρτα νδρειωμένη
Χαρε, χαρε, λευθεριά!


17
Μόλις εδε τν ρμή σου
ορανός, πο γι τ’ς χθρούς,
Ες τν γ τν μητρικήν σου
τρεφ’ νθια κα καρπούς,

18
γαλήνευσε· κα χύθη
Καταχθόνια μία βοή,
Κα το ήγα σου πεκρίθη
Πολεμόκραχτη φωνή·

19
λοι ο τόποι σου σ’ κράξαν,
Χαιρετντάς σε θερμά,
Κα τ στόματα φωνάξαν
σα ασθάνετο καρδιά.

20
φωνάξανε ς τ’ στέρια
Το ονίου κα τ νησιά,
Κα σηκώσανε τ χέρια
Γι ν δείξουνε χαρά,

21
Μ’ ὅλον πο ναι ἁλυσωμένο
Τὸ καθένα τεχνικά,
Κ’ εἰς τὸ μέτωπο γραμμένο
Ἔχει· Ψεῦτρα λευθεριά.

22
Γκαρδιακά χαροποιήθη
Καὶ τοῦ Βάσιγκτων ἡ γῆ,
Καὶ τὰ σίδερα ἐνθυμήθη
Ποὺ τὴν ἔδεναν καὶ αὐτή.

23
π’ τν Πύργο του φωνάζει,
Σ ν λέ σ χαιρετ,
Κα τν χτη του τινάζει
Τ Λιοντάρι τ σπανό.

24
λαφιάσθη τς γγλίας
Τ θηρίο, κα σέρνει εθς
Κατ τ’ κρα τς ουσίας
Τ μουγκρίσματα τ’ς ργς.
25
Εἰς τὸ κίνημά του δείχνει,
Πῶς τὰ μέλη εἶν’ δυνατά·
Καὶ ‘ς τοῦ Αἰγαίου τὸ κῦμα ρήχνει
Μία σπιθόβολη ματιά.

26
Σὲ ξανοίγει ἀπὸ τὰ νέφη
Καὶ τὸ μάτι τοῦ Ἀετοῦ,
Ποῦ φτερὰ καὶ νύχια θρέφει
Μὲ τὰ σπλάχνα τοῦ Ἰταλοῦ·

27
Καὶ ‘ς ἐσὲ καταγυρμένος,
Γιατὶ πάντα σὲ μισεῖ!
Ἔκρωζ’, ἔκρωζε ὁ σκασμένος,
Νὰ σὲ βλάψῃ, ἂν ἠμπορῇ.

28
λλο σ δν συλλογειέσαι
Πάρεξ πο θ πρωτοπς·
Δν μιλες, κα δν κουνιέσαι
‘Σ τας βρισιας πο γροικς·

29
Σὰν τὸν βράχον ὁποὺ ἀφίνει
Κάθε ἀκάθαρτο νερὸ
Εἰς τὰ πόδια του νὰ χύνῃ
Εὐκολόσβυστον ἀφρό,

30
πο φίνει νεμοζάλη,
Κα χαλάζι, κα βροχή,
Ν το δέρνουν τν μεγάλη,
Τν αώνιαν κορυφή.

31
Δυστυχιά του, ὢ δυστυχιά του,
Ὁποιανοῦ θέλει βρεθῆ
‘Σ τὸ μαχαῖρί σου ἀποκάτου,
Καὶ ‘ς ἐκεῖνο ἀντισταθῆ.

32
Τὸ θηρίο π’ ἀνανογιέται,
Πῶς τοῦ λείπουν τὰ μικρά,
Περιορίζεται, πετειέται,
Αἷμα ἀνθρώπινο διψᾷ.


33
Τρέχει, τρέχει ὅλα τὰ δάση,
Τὰ λαγκάδια, τὰ βουνά,
Καὶ ὅπου φθάσῃ, ὅπου περάσῃ,
Φρίκη, θάνατος, ἐρμιά·

34
ρμιά, θάνατος, κα φρίκη,
που πέρασες κ’ σύ·
Ξίφος ξω π τν θήκη,
Πλέον νδρείαν σο προξενε.

35
δο μπρός σου τοχος στέκει
Τς θλίας Τριπολιτζς·
Τώρα τρόμου στροπελέκι
Ν τς ήξς πιθυμς.

36
Μεγαλόψυχο τ μάτι
Δείχνει πάντα πς νικε,
Κα ς εν’ ρματα γεμάτη,
Κα πολέμια χλαλοή.

37
Σο προβαίνουνε κα τρίζουν,
Γι ν δς πς εν’ πολλά.
Δν κος πο φοβερίζουν
νδρες μύριοι κα παιδιά;

38
Λίγα μάτια, λίγα στόματα
Θά σς μείνουνε νοιχτά,
Γι ν κλαύσετε τ σώματα,
Πο θά νά βρ συμφορά.

39
Καταβαίνουνε κα νάφτει
Το πολέμου ναλαμπή,
Τ τουφέκι νάβει, στράφτει,
Λάμπει, κόφτει τ σπαθί.

40
Γιατί μάχη στάθη λίγη;
Λίγα τ αματα γιατί;
Τν χθρν θωρ ν φύγ,
Κα ‘ς τ κάστρο ν’ νεβ.

41
Μέτρα… εν’ πειροι ο φευγτοι,
πο φεύγοντας δειλιον·
Τ λαβώματα ‘ς τν πλάτη
Δέχοντ’ , στε ν’ νεβον.

42
κε μέσα καρτερετε
Τν φεύγατη φθορά·
Νά, σς φθάνει· ποκριθτε
‘Σ τς νυκτς τ σκοτεινιά.

43
ποκρίνονται, κα μάχη
τσι ρχίζει, πο μακρι
π άχη κε ‘σ άχη
ντιβούυζε φοβερά.

44
κούω κούφια τ τουφέκια,
κούω σμίξιμο σπαθιν,
κούω ξύλα, κούω πελέκια,
κούω τρίξιμο δοντιν.

45
! τί νύκτα ταν κείνη,
Πο τν τρέμει λογισμός;
λλος πνος δν γίνη
Πάρεξ θανάτου πικρός.

46
Τς σκηνς ρα, τόπος,
Ο κραυγας, ταραχή,
σκληρόψυχος τρόπος
Το πολέμου, κα ο καπνοί,

47
Κα ο βροντας, κα τ σκοτάδι,
πο ντίσκοφτε φωτιά,
παράσταιναν τν δη
Πο καρτέρειε τ σκυλιά·

48
Τ’ καρτέρειε – φαινόντ’ σκιοι
ναρίθμητοι γυμνοί,
Κόραις, γέροντες, νεανίσκοι,
Βρέφη κόμη ες τ βυζί.

49
λη μαύρη μυρμηγκιάζει,
Μαύρη ντάφια συντροφιά,
Σν τ οχο πο σκεπάζει
Τ κρεβάτια τ στερνά.

50
Τόσοι, τόσοι νταμωμένοι
πετειοντο π τν γ,
σοι εν’ δικα σφαγμένοι
π τούρκικην ργή.

51
Τόσα πέφτουνε τ θερι-
σμένα στάχια ες τος γρούς·
Σχεδν λα κει τ μέρη
σκεπάζοντο π’ ατούς.

52
Θαμποφέγγει κνέν’ στρο,
Κα ναδεύοντο μαζί,
ναβαίνοντας τ κάστρο
Μ νεκρώσιμη σιωπή.
53
τσι χάμου ες τν πεδιάδα,
Μὲσ' ς τ δάσος τ πυκνό,
ταν στέλν μαν χνάδα
Μισοφέγγαρο χλωμό,

54
Ἐὰν ο νεμοι μὲσ' ‘ς τ' δεια
Τ κλαδι μουγκοφυσον,
Σειονται, σειονται τ μαυράδια,
πο ο κλνοι ντικτυπον.

55
Μ τ μάτια τους γυρεύουν,
που εν' αματα πηχτά,
Κα μὲσ' ς τ' αματα χορεύουν
Μ βρυχίσματα βραχνά,

56
Κα χορεύοντας μανίζουν
Ες τος λληνας κοντά.
Κα τ στήθια τος γγίζουν
Μ τ χέρια τ ψυχρά.

57
κει τ γγισμα πηγαίνει
Βαθει μὲσ' ς τ σωθικά,
θεν λη  λύπη βγαίνει,
Κα κρα ασθάνονται σπλαχνιά.

58
Τότε αξαίνει το πολέμου
 χορς τρομακτικά,
Σν τ σκόρπισμα το νέμου
‘Σ το πελάου τν μοναξιά.

59
Κτυπον λοι πάνου κάτου
Κάθε κτύπημα πο ἐβγῇ
Εναι κτύπημα θανάτου,
Χωρς ν δευτερωθ·

60
Κάθε σμα δρώνει, ρέει·
Λς κα κεθεν  ψυχή,
π' τ μσος πο τν καίει,
Πολεμάει ν πεταχθ.

61
Τς καρδίας κτυπιας βροντνε
Μὲσ' ς τ στήθια τους ργά,
Κα τ χέρια πο χουμνε
Περισσότερο εν' γοργά.

62
Ορανς γι' ατος δν εναι,
Οδ πέλαγο, οδ γ·
Γι' ατος λους, τ πν εναι
Μαζωμένο ντάμα κε.

63
Τόση  μάνητα κα  ζάλη,
Πο στοχάζεσαι, μ πς
π μία μερι κα π' λλη
Δν μείν νας ζωντανός·

64
Κύττα χέρια πελπισμένα
Πς θερίζουνε ζωας!
Χάμου πέφτουνε κομμένα
Χέρια, πόδια, κεφαλας,

65
Κα παλλάσκαις, κα σπαθία,
Μ λοσκόρπιστα μυαλά,
Κα μ λόσχιστα κρανία
Σωθικ λαχταριστά.

66
Προσοχ καμμιά δν κάνει
Κανείς, χι, ες τν σφαγή.
Πνε πάντα μπρός! ! φθάνει,
Φθάνει· ως πότε ο σκοτωμοί;

67
Ποος φίνει κε τν τόπο,
Πάρεξ ταν ξαπλωθ;
Δν ασθάνονται τν κόπο,
Κα λς κ' εναι ες τν ρχή.

68
λιγόστευσαν ο σκύλοι,
Κα Ἀ λ λ  φώναξαν, Ἀ λ λ ᾶ·
Κα τν Χριστιανν τ χείλη
Φ ω τ ι  φώναξαν, φ ω τ ι ά.

69
Λεονταρόψυχα κτυπιοντο,
Πάντα φώναζαν φ ω τ ι ά,
Κα ο μιαρο κατασκορπιοντο,
Πάντα σκούζοντας  λ λ .

70
Παντο φόβος, κα τρομάρα,
Κα φωνας κα στεναγμο·
Παντο κλάψα, παντο ντάρα,
Κα παντο ξεψυχισμοί.

71
ταν τόσοι! πλέον τ βόλι
Ες τ' ατι δν τος λαλε·
λοι χάμου κείτοντ' λοι
Ες τν τέταρτην αγή.

72
Σν ποτάμι τ αμα γίνη,
Κα κυλάει ‘ς τν λαγκαδιά,
Κα τ' θο χόρτο πίνει
Αμα ντς γι τν δροσιά.

73
Τς αγς δροστο έρι,
Δν φυσς τώρα σ πλι
‘Σ τν ψευδόπιστων τ στέρι·
Φύσα, φύσα ες τ ΣΤΑΥΡΟ.

74
π᾿ τ κόκκαλα βγαλμένη
Τν λλήνων τ ερά,
Κα σν πρτα νδρειωμένη
Χαρε,  χαρε, λευθεριά!

75
Τς Κορίνθου δο κα ο κάμποι·
Δν λάμπ' λιος μοναχ
Ες τος πλάτανους, δν λάμπει
Ες τ' μπέλια, ες τ νερά·

76
Ες τν συχον αθέρα
Τώρα θα δν ντηχε
Τ λαλήματα,  φλογέρα,
Τ βελάσματα, τ ρνί.

77
Τρέχουν ρματα χιλιάδες,
Σν τ κμα ες τ γιαλ·
λλ' ο νδρεοι παλληκαράδες
Δν ψηφον τν ριθμό.

78
 τρακόσιοι! σηκωθτε
Κα ξανάλθετε ΄ς μς·
Τ παιδιά σας θέλ' δτε
Πόσο μοιάζουνε μέ σς.

79
λοι κενοι τ φοβονται,
Κα μ πάτημα τυφλ
Ες τν Κόρινθο ποκλειονται,
Κι' λοι χάνονται π' δ.

80
Στέλνει  γγελος το λέθρου
Πενα κα Θανατικ,
Πο μ σχμα νς σκελέθρου
Περπατον ντάμα ο δυό·
81
Κα πεσμένα ες τ χορτάρια
πεθαίνανε παντο
Τ θλιμμένα πομεινάρια
Τς φυγς κα το χαμο.

82
Κα σ θάνατη, σ θεία,
Πο ,τι θέλεις μπορες,
Ες τν κάμπο, λευθερία,
Ματωμένη περπατες!

83
‘Σ τν σκι χεροπιασμέναις,
‘Σ τν σκι βλέπω κ' γ
Κρινοδάκτυλαις παρθέναις,
πο κάνουνε χορό·

84
‘Σ τν χορ γλυκογυρίζουν
ραα μάτια ρωτικά,
Κα ες τν αρα κυματίζουν
Μαρα, λόχρυσα μαλλιά.

85
 ψυχή μου ναγαλλιάζει,
Πς  κόρφος κάθεμις
Γλυκοβύζαστο τοιμάζει
Γάλα νδρείας κα λευθερις.

86
Μὲσ ς τ χόρτα ‘ς τ λουλούδια,
Τ ποτρι δν βαστ.
Φιλελεύθερα τραγούδια
Σν τν Πίνδαρο κφων.

87
π᾿ τ κόκκαλα βγαλμένη
Τν λλήνων τ ερά,
Κα σν πρτα νδρειωμένη
Χαρε,  χαρε, λευθεριά!

88
Πγες ες τ Μεσολόγγι
Τν μέρα το Χριστο,
Μέρα πο νθισαν ο λόγγοι,
Γι τ τέκνο το Θεο,

89
Σο λθε μπρς λαμποκοπντας
 Θρησκεία μ' να σταυρό,
Κα τ δάκτυλο κινντας
που ανεῖ' τν ορανό,

90
‘Σ ατό, φώναξε τ χμα
Στάσου λόρθη, λευθεριά·
Κα φιλντάς σου τ στόμα,
Μπαίνει μὲσ' ς τν κκλησιά,

91
Ες τν τράπεζα σιμώνει,
Κα τ σύγνεφο τ χν
Γύρω γύρω της πυκνώνει
Πο σκορπάει τ θυμιατό.

92
γροικάει τν ψαλμωδία,
πο δίδαξεν ατή·
Βλέπει τν φωταγωγία
‘Σ τος γίους μπρς χυτή.

93
Ποιοί εν' ατο ‘πο πλησιάζουν
Μ πολλ ποδοβολή,
Κι' ρματ' ρματα ταράζουν;
πετάχτηκες σύ.

94
! τ φς πο σ στολίζει,
Σν λίου φεγγοβολή,
Κα μακρόθεν σπινθηρίζει,
Δν εναι, χι, π τν γ·

95
Λάμψιν χει λη φλογώδη
Χελος, μέτωπο, φθαλμς·
Φς τ χέρι, φς τ πόδι,
Κι' λα γύρω σου εναι φς.

96
Τ σπαθί σου ντισηκώνεις,
Τρία πατήματα πατς,
Σν τν πύργο μεγαλώνεις,
Κα ες τ τέταρτο κτυπς·

97
Μ φων πο καταπείθει,
Προχωρντας μιλες·
»Σήμερ' , πιστοι, γεννήθη,
Ναί, το κόσμου  Λυτρωτής.

98
»Ατς λέγει… φογκρασθτε:
»γ εμ' λφα, μέγα γώ·
»Πέστε, πο θ' ποκρυφθτε
»σες λοι, ν ργισθ;

99
»Φλόγα κοίμητην σς βρέχω,
»Πο μ' ατν ν συγκριθ
»Κείνη  κάτω πο σς χω,
»Σν δροσι θέλει βρεθ·

100
»Κατατρώγει, σν τν σχίζα,
»Τόπους μετρα ψηλούς,
»Χώραις, ρη, π τν ίζα,
»Ζα, κα δένδρα, κα θνητούς,

101
»Κα τὸν πν τ κατακαίει,
»Κα δν σώζεται πνοή,
»Πάρεξ το νεμου πο πνέει
»Μὲσ' ς τ στάχτη τ λεπτή».

102
Κάποιος θελε ρωτήσ:
Το θυμο του εσαι δελφή;
Ποος εν' ξιος ν νικήσ,
 μ σ ν μετρηθ;

103
 γ ασθάνεται τν τόση
Το χεριο σου νδραγαθιά,
Πο λη θέλει θανατώσ
Τν μισόχριστη σπορά.

104
Τν ασθάνονται, κα φρίζουν
Τ νερά, κα τ' γροικ
Δυνατ ν μουρμουρίζουν,
‘Σν ν ρυάζετο θηριό.

105
Κακορίζικοι πο πτε
Το χελώου μὲσ' ς τν οή,
Κα πιδέξια πολεμτε
π τν καταδρομ

.

106
Ν ποφύγετε! τ κμα
γεινε λο φουσκωτό·
κε ερήκατε τ μνμα,
Πρν ν ερτε φανισμό.

107
Βλασφημάει, σκούζει, μουγκρίζει
Κάθε λάρυγγας χθρο,
Κα τ εμα γαργαρίζει
Τας βλασφήμιαις το θυμο.

108
Σφαλερ τετραποδίζουν
Πλθος λογα, κα ρθ
Τρομασμένα χλιμιτρίζουν,
Κα πατον ες τ κορμιά.

109
Ποος ‘ς τὸν σύντροφον πλώνει
Χέρι, σν ν βοηθηθ·
Ποος τν σάρκα του δαγκώνει,
σο πο ν νεκρωθ·

110
Κεφαλας πελπισμέναις,
Μ τ μάτια πεταχτά,
Κατ τ’ στρα σηκωμέναις
Γι τν στερη φορά.

111
Σβυέται, – αξαίνοντας πρώτη
Το χελώου νεροσυρμ, -
Τ χλιμίτρισμα, κα ο κρότοι,
Κα το νθρώπου ο γογγυσμοί.

112
τσι ν’ κουα ν βουύξ
Τν βαθν κεανό,
Κα ‘ς τ κμα του ν πνίξ
Κάθε σπέρμα γαρηνό·

113
Κα κε πο ναι γία Σοφία,
Μὲσ’ ς τος λόφους τος πτά,
λα τ’ ψυχα κορμία,
Βραχοσύντριφτα, γυμνά,

114
Σωριασμένα ν τ σπρώξ
κατάρα το Θεο,
Κ’ π’ κε ν τ μαζώξ
δελφς το Φεγγαριο.

115
Κάθε πέτρα μνμα ς γέν,
Κα Θρησκεία, κ’ λευθερι
Μ’ ργοπάτημα ς πηγαίν
Μεταξύ τους, κα ς μετρ.

116
να λείψανο νεβαίνει
Τεντωτό, πιστομητό,
Κι’ λλο ξάφνου κατεβαίνει,
Κα δν φαίνεται κα πλιό.

117
Κα χειρότερ’ γριεύει
Κα φουσκώνει ποταμός·
Πάντα, πάντα περισσεύει
Πολυφλοίσβισμα κα φρός.

118
! γιατί δν χω τώρα
Τν φων το Μωϋσ;
Μεγαλόφωνα, τν ρα
πο σβυοντο ο μισητοί,

119
Τν Θεν εχαριστοσε
‘Σ το πελάου τν λύσσα μπρός,
Κα τ λόγια χολογοσε
ναρίθμητος λαός.

120
κλουθάει τν ρμονία
δελφ το αρών,
προφήτισσα Μαρία,
Μ’ να τύμπανο τερπνόν,
121
Κα πηδον λαις ο κόραις
Μ τ΄ς γκάλαις νοικτας,
Τραγουδντας, νθοφόραις,
Μ τ τύμπανα κ’ κειαίς.

122
Σ γνωρίζω π τν κόψη
Το σπαθιο τν τρομερή,
Σ γνωρίζω π τν ψη,
Πο μ βία μετράει τν γ.

123
Ες ατήν, εν’ ξακουσμένο
Δν νικειέσαι σ ποτ·
μως, χι, δν εν’ ξένο
Κα τ πέλαγο γι σέ.

124
Τ στοιχεον ατ ξαπλώνει
Κύματ’ πειρα ες τν γ,
Μ τ ποα τν περιζώνει,
Κ’ εναι εκόνα σου λαμπρή.

125
Μ βρυχίσματα σαλεύει
Πο τρομάζει κοή·
Κάθε ξύλο κινδυνεύει
Κα λιμινα ναζητε.

126
Φαίνετ’ πειτα γαλήνη
Κα τ λάμψιμο το λιο,
Κα τ χρώματα ναδίνει
Το γλαυκότατου ορανο.

127
Δν νικειέσαι, εν’ ξακουσμένο,
‘Σ τν ξηρν σ ποτ·
μως, χι, δν εν΄ξένο
Κα τ πέλαγο γι σέ.

128
Περνον πειρα τ ξάρτια,
Κα σν λόγγος στρυμωχτ
Τ τρεχούμενα κατάρτια,
Τ λοφούσκωτα πανιά.

129
Σ τας δύναμαίς σου σπρώχνεις,
Κα γκαλ δν εν’ πολλας,
Πολεμντας, λλα διώχνεις,
λλα παίρνεις, λλα κας.

130
Μ πιθύμια ν τηράζς
Δύο μεγάλα σ θωρ,
Κα θανάσιμον τινάζεις
ναντίον τους κεραυνό·

131
Πιάνει, αξαίνει, κοκκινίζει,
Κα σηκώνει μι βροντή,
Κα τ πέλαο χρωματίζει
Μ αματόχροη βαφή.

132
Πνίγοντ’ λοι ο πολεμάρχοι,
Κα δν μνέσκει να κορμ
Χάρου, σκι το Πατριάρχη,
Πο σ’ πέταξαν κε.

133
κρυφόσμιγαν ο φίλοι
Μ τ’ς χθρούς τους τ Λαμπρή,
Κα τος τρεμαν τ χείλη,
Δίδοντάς τα ες τ φιλί.

134
Κεις τας δάφναις, πο σκορπστε,
Τώρα πλέον δν τας πατε
Κα τ χέρι, πο φιλστε,
Πλέον, ! πλέον δν ελογε.

135
λοι κλαστε, ποθαμένος
ρχηγς τς κκλησις·
Κλαστε, κλαστε· κρεμασμένος
σν νά τανε φονηάς.

136
χει λάνοικτο τ στόμα
Π’ ραις πρτα εχε γευθ
Τ’ γιον Αμα, τ΄ γιον Σμα·
Λς πς θ ν ξαναβγ

137
κατάρα πο εχε φήσ
Λίγο πρν ν δικηθ
Ες ποον δν πολεμήσ,
Κα μπορε ν πολεμ.

138
Τν κούω, βροντάει, δν παύει
Ες τ πέλαγο, ες τν γ,
Κα μουγκρίζοντας νάβει
Τν αωνίαν στραπή.

139
καρδι συχνοσπαράζει…
Πλν τί βλέπω; σοβαρ
Ν σωπάσω μ προστάζει
Μ τ δάχτυλο θεά.

140
Κυττάει γύρω ες τν Ερώπη
Τρες φορας μ’ νησυχιά·
Προσηλώνεται κατόπι
‘Σ τν λλάδα, κα ρχιν.

141
Παλληκάρια μου! ο πολέμοι
»Γι σς λοι εναι χαρά,
»Κα τ γόνα σας δν τρέμει
»‘Σ τος κινδύνους μπροστά.

142
»π’ σς πομακραίνει
»Κάθε δύναμη χθρική·
»λλ νίκητη μι μένει
»Πο τας δάφναις σας μαδε·

143
»Μία, πο ταν σν λύκοι
»Ξαναρχόστενε ζεστοί,
»Κουρασμένοι π τν νίκη,
»χ! τν νον σς τυραννε.

144
» Διχόνοια πο βαστάει
»να σκπτρο δολερή·
»Καθενς χαμογελάει,

»Πάρ’ τ ο, λέγοντας, κα σ ύ.

145
»Κει τ σκπτρο, πο σς δείχνει,
»χει λήθεια ραία θωριά.
»Μν τ πιάστε, γιατ ήχνει
»Εσ δάκρυα θλιβερά.

146
»π στόμα, πο φθονάει,
»Παλληκάρια, ς μν πωθ,
»Πς τ χέρι σας κτυπάει
»Το δελφο τν κεφαλή.

147
»Μν επον ‘ς τν στοχασμό τους
»Τ ξένα θνη ληθινά·
»Ἐὰν μ ι σ ο ν τ α ι νάμεσό τους,
»Δν τος πρέπει λ ε υ θ ε ρ ι ά.

148
»Τέτοια φήστενε φροντίδα·
»λο τ αμα πο χυθ
»Γι θρησκεία, κα γι πατρίδα,
»μοιαν χει τν τιμή.

149
»’Σ τ αμα ατό, πο δν πονείτε
»Γι πατρίδα, γι θρησκειά,
»Σς ορκίζω, γκαλιασθτε,
»Σν δέλφια γκαρδιακά.

150
»Πόσον λείπει, στοχασθτε,
»Πόσο κόμη ν παρθ·
»Πάντα νίκη, ν νωθτε,
»Πάντα σς θ’ κολουθ.

151
» κουσμένοι ες τν νδρεία!
»Κατασττε να σταυρό,
»Κα φωνάξετε μ μία,
»Βασιλες, κυττάξτ’ δ.

152
»Τ σημεο πο προσκυντε
»Ενε τοτο, κα γι’ ατ
» ‘Ματωμένους μς κυτττε
» ‘Σ τν γνα τν σκληρό.

153

»κατάπαυστα τ ‘βρίζουν
»Τ σκυλιά, κα τ πατον
»Κα τ τέκνα φανίζουν,
»Κα τν πίστη ναγελον.

154
»ξ ατίας του σπάρθη, χάθη
»Αμα θο χριστιανικό,
»Πο φωνάζει π τ βάθη
»Τς νυκτός· Ν κ δ ι κ η θ .

155
»Δν κοτε, σες εκόνες
»Το Θεο, τέτοια φωνή;
»Τώρα πέρασαν αἰῶνες,
»Κα δν παψε στιγμή.

156
»Δν κοτε; ες κάθε μέρος
»Σν το βλ καταβο·
»Δν εν’ φύσημα το έρος,
»Πο σφυρίζει ες τ μαλλιά.

157
»Τί θ κάμετε; θ’ φστε
»Ν ποκτήσωμεν μες
»Λευθερίαν, θ τν λύστε
»ξ ατίας πολιτικς;

158
»Τοτο νίσως μελεττε,
»δού, μπρός σας τν Σταυρό·
»Βασιλες! λτε, λτε,
»Κα κτυπήσετε κ’ δ».


ΔΙΟΡΘΩΣΗ-ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ ΚΕΙΜΕΝΟΥ ΕΘΝΙΚΟΥ ΥΜΝΟΥ
:

Δημήτρης Ψάχος Σπρίνγκερ
Αρθρογράφος στην εταιρεία Ηλεκτρονικό Πολιτιστικό Περιοδικό: ALL4FUN 


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου